μύραι

μύραι
μύ̱ραῑ , μύρω
flow
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μορία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 103 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοφινά. * * * μορία, ἡ (Α) 1. συν. στον πληθ. αἱ μορίαι ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά… …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

  • Ζαγορά — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 500 μ., 2.389 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Πηλίου με Θέα προς το Αιγαίο. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Z. είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή Πέτρου Μάγνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”